νοσομαχώ

νοσομαχώ
νοσομαχῶ, και νοσημαχῶ, -έω (Μ)
προσπαθώ να καταπολεμήσω νόσο που με βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μαχαιρο-μαχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νοσημαχώ — νοσημαχῶ, έω (Μ) βλ. νοσομαχώ …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”